- θυμιαστής
- ο прям. , перен. тот, кто воскуряет фимиам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θυμιαστής — ο [θυμιάζω] 1. αυτός που θυμιάζει, αυτός που θυμιατίζει 2. μτφ. κόλακας … Dictionary of Greek
θυμιαστής — ο αυτός που θυμιατίζει, ο κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμιατής — ο [θυμιώ] θυμιαστής* … Dictionary of Greek
θυμιατιστής — ο [θυμιατίζω] θυμιαστής … Dictionary of Greek
θυμιατιστής — ο ο θυμιαστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)